ἀμφίβλημα

ἀμφίβλημα
ἀμφίβλημα, ατος, τό,
A something thrown round, enclosure, E.Hel. 70.
II garment, cloak, πέπλους τε τοὺς πρὶν λαμπρά τ' ἀμφιβλήματα ib.423; πάνοπλα ἀ. coats of panoply, Id.Ph.779; coverlet, Aret.SD2.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφίβλημα — ἀμφίβλημα, το (Α) [αμφιβάλλω] 1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης 2. περίφρακτος χώρος, στοά 3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίβλημα — something thrown round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβλήματα — ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβλήματι — ἀμφίβλημα something thrown round neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβλήματ' — ἀμφιβλήματα , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc pl ἀμφιβλήματι , ἀμφίβλημα something thrown round neut dat sg ἀμφιβλήματε , ἀμφίβλημα something thrown round neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”